ἀπευθύνει — ἀπευθύ̱νει , ἀπευθύνω make straight aor subj act 3rd sg (epic) ἀπευθύ̱νει , ἀπευθύνω make straight pres ind mp 2nd sg ἀπευθύ̱νει , ἀπευθύνω make straight pres ind act 3rd sg ἀπευθύ̱νει , ἀπευθύνω make straight aor subj act 3rd sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίππαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος άρχοντας (; – 514 π.Χ.). Ήταν γιος του Πεισίστρατου και νεότερος αδελφός του Ιππία, μαζί με τον οποίο, μετά τον θάνατο του πατέρα τους (528 π.Χ.), ανέλαβε την εξουσία στην Αθήνα. Ο Ί. βρισκόταν στο προσκήνιο… … Dictionary of Greek
απανταχούσα — η 1. πατριαρχική εγκύκλιος 2. εγκύκλιος αρχιερέα ή ηγουμένου την οποία απευθύνει προς το ποίμνιο ή τους μοναχούς που ανήκουν στη δικαιοδοσία του 3. επιτιμητικό έγγραφο ή επιστολή 4. αυστηρή επίπληξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < απανταχού + (κατάλ.) σα κατά τα… … Dictionary of Greek
απευθύνω — (ἀπευθύνω) νεοελλ. 1. κατευθύνω, αποστέλλω κάτι προς κάποιον 2. αποτείνω («σου απευθύνει τον λόγο, του απηύθυνε επιστολή») αρχ. 1. κάνω κάτι πάλι ευθύ, ισιώνω, αποκαθιστώ 2. οδηγώ σωστά, διευθύνω 3. διοικώ, κυβερνώ, διευθετώ 4. μτφ. διορθώνω,… … Dictionary of Greek
απότασις — ἀπότασις, η (Α) [αποτείνω] 1. έκταση, τέντωμα, άπλωμα 2. (για ήχο) παράταση, διάρκεια 3. το να αποτείνεται, να απευθύνει κανείς τον λόγο σε κάποιον 4. ιατρ. διόγκωση … Dictionary of Greek
αχαιρέτιστος — η, ο 1. εκείνος στον οποίο δεν απευθύνει κάποιος χαιρετισμό 2. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να χαιρετίσει κάποιος, αυτός που δεν θέλει να τον χαιρετούν 3. αυτός τον οποίο δεν επισκέφθηκαν στην ονομαστική του εορτή … Dictionary of Greek
διερώτηση — η [διερωτώ] 1. λεπτομερής ερώτηση, διερεύνηση 2. ναυτ. η πρόσκληση που απευθύνει πολεμικό πλοίο σε εμπορικό να απαντήσει με διεθνή σήματα ή αποστολή αξιωματικού για την προέλευση, κατεύθυνση, τα στοιχεία του κ.λπ … Dictionary of Greek
ευικέτευτος — εὐικέτευτος, ον (Α) αυτός προς τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να απευθύνει ικεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ικετευτος < ικετεύω (πρβλ. αν ικέτευτος)] … Dictionary of Greek
εφαρμογή — η (Α ἐφαρμογή) [εφαρμόζω] προσαρμογή, συναρμογή, ακριβής τοποθέτηση κάποιου σώματος ή αντικειμένου πάνω σε ένα άλλο («ὁ κανὼν ἀπευθύνει τὰ λοιπὰ τῇ πρὸς αὐτὸν ἐφαρμογῇ και παραθέσει συνεξομοιῶν», Πλούτ.) νεοελλ. 1. μτφ. εκτέλεση στην πράξη,… … Dictionary of Greek
εωθινός — ή, ό (ΑΜ ἑωθινός, ὸν) [ἕωθεν] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αυγή, που γίνεται την αυγή, ο πρωινός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εωθινό α) στρατιωτικό σάλπισμα που παραγγέλλει την πρωινή έγερση τών ανδρών, το εγερτήριο σάλπισμα β) εμβατήριο που… … Dictionary of Greek